- ότε
- (I)(ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα)(χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε πουαρχ.Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.)2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε («οὕτω... πόρρω κλέος ἥ κει, ὅτε καὶ βασιλεὺς ἡρώτησεν», Αριστοφ.)II. ΣΥΝΤΑΞΗ (τού χρον. συνδ.)1. με οριστ. για δήλωση μεμονωμένων γεγονότων στο παρελθόν με πρτ. ή αόρ. και σπάν. με παρακμ. ή υπερσ. και για δήλωση ενέργειας που γίνεται ήδη τώρα με οριστ. ενεστ.2. με ευκτ. για δήλωση γεγονότων ή ενεργειών που επαναλαμβάνονταν στο παρελθόν ή για γεγονότα που πρόκειται να συμβούν, παριστάνονται όμως ως αβέβαια3. με υποτακτ. στους επικ. και λυρικούς ποιητέςIII. με διάφορα άλλα μόρια1. ὅτ' ἄν, ὅτε κενβλ. όταν2. ὅτε δή, ὅτε δὴ ἄραόταν βεβαίως3. ὅτ' ἄρόταν τυχόν4. ὅτε περ, ὅτε πέρ τεακόμη και όταν5. ὅτε γεαφού βεβαίως6. ὅτε καὶ πότεοσάκις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σύνδεσμος ὅτε έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος), με επίθημα *-te (πρβλ. τότε, πότε), όπως υποδεικνύει ο μυκην. τ. οte και όχι *kwe (βλ. λ. τε). Ο τ. ὄτα είναι αιολ. (πρβλ. πότε: πότα), ενώ οι τ. ὅκα και ὅκκα, δωρικοί με επίθημα κᾶ (βλ. λ. κεν)].————————(II)ὅτε (Α)βλ. όστε.
Dictionary of Greek. 2013.